ηδυπότις

ηδυπότις
ἡδυπότις, -ιδος, ἡ (Α)
είδος ποτηριού που, όπως πιστευόταν, έκανε γλυκιά τη γεύση τού ποτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -ποτις (< πότις, θηλ. τού πότης < πίνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἡδυπότιδα — ἡδυπότις something that makes drink taste pleasant fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυπότιδας — ἡδυπότις something that makes drink taste pleasant fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδυπότιδες — ἡδυπότις something that makes drink taste pleasant fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδυπότιον — ἡδυπότιον και ἡδυποτίδιον, το (Α) υποκορ. τού ηδυπότις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυ ποτ τού ηδυπότις + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. κοράσ ιον, παιδ ίον] …   Dictionary of Greek

  • ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”